- εξαίσιος
- α, ο[ν] превосходный, изумительный, исключительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξαίσιος — beyond what is ordained masc nom sg ἐξαίσιος beyond what is ordained masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαίσιος — α, ο (AM ἐξαίσιος, ον και ἐξαίσιος, α, ον) [αίσιος] 1. έξοχος, θαυμάσιος («εξαίσιο ταξίδι») 2. (επίρρ. εξαίσια και εξαισίως πάρα πολύ, πολύ ωραία, υπέροχα νεοελλ. γοητευτικός («εξαίσιο παρουσιαστικό») αρχ. μσν. εκπληκτικός, ασυνήθιστος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εξαίσιος — α, ο επίρρ. α 1. έξοχος, υπέροχος, εξαιρετικός, θαυμάσιος: Εξαίσιο κρασί. 2. θελκτικός, γοητευτικός: Εξαίσια γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαισιώτερον — ἐξαίσιος beyond what is ordained adverbial comp ἐξαίσιος beyond what is ordained masc acc comp sg ἐξαίσιος beyond what is ordained neut nom/voc/acc comp sg ἐξαίσιος beyond what is ordained masc acc comp sg ἐξαίσιος beyond what is ordained neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαισιώτατα — ἐξαίσιος beyond what is ordained adverbial superl ἐξαίσιος beyond what is ordained neut nom/voc/acc superl pl ἐξαίσιος beyond what is ordained adverbial superl ἐξαίσιος beyond what is ordained neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαισίως — ἐξαίσιος beyond what is ordained adverbial ἐξαίσιος beyond what is ordained masc acc pl (doric) ἐξαίσιος beyond what is ordained adverbial ἐξαίσιος beyond what is ordained masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαίσιον — ἐξαίσιος beyond what is ordained masc acc sg ἐξαίσιος beyond what is ordained neut nom/voc/acc sg ἐξαίσιος beyond what is ordained masc/fem acc sg ἐξαίσιος beyond what is ordained neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαισιώτερος — ἐξαίσιος beyond what is ordained masc nom comp sg ἐξαίσιος beyond what is ordained masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαισίου — ἐξαίσιος beyond what is ordained masc/neut gen sg ἐξαίσιος beyond what is ordained masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαισίους — ἐξαίσιος beyond what is ordained masc acc pl ἐξαίσιος beyond what is ordained masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαισίῳ — ἐξαίσιος beyond what is ordained masc/neut dat sg ἐξαίσιος beyond what is ordained masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)